- θυριδωτός
- -ή, -ό (Α θυριδωτός, -ή, -όν)αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθ-ωτός, θολ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυριδωτή — θυριδωτός having apertures fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)